περισσεύω: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περισσεύω:''' Αττ. -ττεύω, μέλ. <i>-σω</i>, παρατ. <i>ἐπερίσσευον</i>· ([[περισσός]])·<br /><b class="num">I.</b> είμαι πάνω και πέρα από τον αριθμό, με γεν., περιττεύουσιν [[ἡμῶν]] οἱ πολέμιοι, οι εχθροί θα μας ξεπεράσουν, θα μας υπερφαλαγγίσουν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., είμαι [[περισσότερος]] από [[αρκετός]], [[παραμένω]] [[περισσότερος]], [[πλεονάζω]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[περιττός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, έχω [[αφθονία]], [[αφθονώ]] σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη· επίσης με γεν., [[περισσεύω]] ἄρτων, έχω περισσότερο [[ψωμί]] από όσο [[χρειάζομαι]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ανώτερος]], έχω το [[πλεονέκτημα]], στο ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> Μτβ., κάνω κάποιον να προαχθεί, να προβιβαστεί, στο ίδ.
|lsmtext='''περισσεύω:''' Αττ. -ττεύω, μέλ. <i>-σω</i>, παρατ. <i>ἐπερίσσευον</i>· ([[περισσός]])·<br /><b class="num">I.</b> είμαι πάνω και πέρα από τον αριθμό, με γεν., περιττεύουσιν [[ἡμῶν]] οἱ πολέμιοι, οι εχθροί θα μας ξεπεράσουν, θα μας υπερφαλαγγίσουν, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., είμαι [[περισσότερος]] από [[αρκετός]], [[παραμένω]] [[περισσότερος]], [[πλεονάζω]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], είμαι [[περιττός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, έχω [[αφθονία]], [[αφθονώ]] σ' ένα [[πράγμα]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη· επίσης με γεν., [[περισσεύω]] ἄρτων, έχω περισσότερο [[ψωμί]] από όσο [[χρειάζομαι]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ανώτερος]], έχω το [[πλεονέκτημα]], στο ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> Μτβ., κάνω κάποιον να προαχθεί, να προβιβαστεί, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περισσεύω:''' атт. [[περιττεύω]]<br /><b class="num">1)</b> быть более многочисленным, превосходить числом: περιττεύσουσιν [[ἡμῶν]] Xen. они будут обладать численным превосходством над нами;<br /><b class="num">2)</b> быть в остатке или избытке: τἀρκοῦντα ἔχειν καὶ περισσεύοντα Xen. иметь достаточно и даже в избытке; τὸ περισσεῦον NT остаток; ἂν ᾖ τί τινος περιττεῦον Plat. если что-л. окажется в излишке в сравнении с чем-л.;<br /><b class="num">3)</b> иметь в изобилии: τοσοῦτον τῷ Περικλεῖ ἐπερίσσευσε Thuc. у Перикла оказалось такое изобилие средств; π. τινί Polyb., NT и τινός Luc., NT иметь в изобилии что-л.;<br /><b class="num">4)</b> быть излишним, бесполезным: τὰ περισσεύοντα τῶν λόγων [[ἄφες]] Soph. оставь ненужные слова;<br /><b class="num">5)</b> преуспевать (ἔν τινι и εἴς τι NT);<br /><b class="num">6)</b> приумножать (πᾶσαν [[χάριν]] εἴς τινα NT).
}}
}}