ἐκβλητικός: Difference between revisions

2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκβλητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]], τη [[δύναμη]] ή τον προορισμό να εκβάλλει [[κάτι]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκβλητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]], τη [[δύναμη]] ή τον προορισμό να εκβάλλει [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκβλητικός:''' способный удалять (τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arst.).
}}
}}