ὑψίπυργος: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπυργος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς πύργους, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''ὑψίπυργος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς πύργους, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψίπυργος:''' <b class="num">1)</b> высокобашенный ([[πόλις]] Aesch.; [[Οἰχαλία]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> высящийся словно башня, т. е. горделивый (ἐλπίδες Aesch.).
}}
}}