3,274,399
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κτητικός:''' -ή, -ὸν ([[κτάομαι]]), [[άπληστος]], [[πλεονέκτης]], [[αρπακτικός]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[ικανότητα]] απόκτησης ιδιοκτησίας, σε Πλάτ. | |lsmtext='''κτητικός:''' -ή, -ὸν ([[κτάομαι]]), [[άπληστος]], [[πλεονέκτης]], [[αρπακτικός]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[ικανότητα]] απόκτησης ιδιοκτησίας, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κτητικός:''' <b class="num">1)</b> умеющий приобретать, способный наживать (τινος Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> грам. обозначающий принадлежность, притяжательный (ἀντωνυμίαι). | |||
}} | }} |