λιθοεργός: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοεργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που μεταβάλλεται σε [[πέτρα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λῐθοεργός:''' -όν ([[ἔργω]]), αυτός που μεταβάλλεται σε [[πέτρα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθοεργός:''' превращающий в камень ([[Γοργώ]] Anth.).
}}
}}