πλεονέκτης: Difference between revisions

3b
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλεονέκτης:''' -ου, ὁ, = ὁ [[πλέον]] ἔχων·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει ή απαιτεί περισσότερα από όσα δικαιούται, ο [[άπληστος]], [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]], σε Θουκ. κ.λπ.· ως επίθ., [[λόγος]] [[πλεονέκτης]], σε Ηρόδ.· υπερθ. [[πλεονεκτίστατος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[πλεονέκτης]] [[τῶν]] πολεμίων, αυτός που κερδίζει από τις αποτυχίες τους, στον ίδ.
|lsmtext='''πλεονέκτης:''' -ου, ὁ, = ὁ [[πλέον]] ἔχων·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει ή απαιτεί περισσότερα από όσα δικαιούται, ο [[άπληστος]], [[υπερόπτης]], [[αλαζόνας]], σε Θουκ. κ.λπ.· ως επίθ., [[λόγος]] [[πλεονέκτης]], σε Ηρόδ.· υπερθ. [[πλεονεκτίστατος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[πλεονέκτης]] [[τῶν]] πολεμίων, αυτός που κερδίζει από τις αποτυχίες τους, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλεονέκτης:''' <b class="num">1)</b> самонадеянный, высокомерный, наглый ([[λόγος]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> корыстолюбивый, жадный, хищнический ([[βίαιος]] καὶ π. Thuc.; οἱ πλεονέκται τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> получающий преимущество, имеющий перевес: ἐν παντὶ π. τῶν πολεμίων Xen. имеющий во всех отношениях превосходство над врагами.
}}
}}