3,274,216
edits
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προτροπάδην:''' [ᾰ], Δωρ. -δαν, επίρρ. ([[προτρέπω]]), τρέχοντας και [[χωρίς]] να γυρίζει να βλέπει [[πίσω]], βιατικά, άρον άρον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. | |lsmtext='''προτροπάδην:''' [ᾰ], Δωρ. -δαν, επίρρ. ([[προτρέπω]]), τρέχοντας και [[χωρίς]] να γυρίζει να βλέπει [[πίσω]], βιατικά, άρον άρον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προτροπάδην:''' дор. [[προτροπάδαν|προτροπάδᾱν]] (πᾰ) adv. повернувшись вспять, т. е. без оглядки, поспешно (σπεύδειν Pind.; φεύγειν Plat., Plut.; φέρεσθαι Polyb.; ὤσασθαι Plut.): π. φοβεῖσθαι Hom. бежать в страхе. | |||
}} | }} |