σκέπη: Difference between revisions

694 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκέπη:''' ἡ ([[σκέπω]]), [[κάλυμμα]], [[καταφύγιο]], [[προστασία]], σε Ξεν.· με γεν., <i>ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου</i>, έχοντας [[προστασία]] [[έναντι]] του πολέμου, σε Ηρόδ.· <i>ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην</i>, υπό την [[προστασία]] των Ρωμαίων, σε Πολύβ.
|lsmtext='''σκέπη:''' ἡ ([[σκέπω]]), [[κάλυμμα]], [[καταφύγιο]], [[προστασία]], σε Ξεν.· με γεν., <i>ἐν σκέπῃ τοῦ πολέμου</i>, έχοντας [[προστασία]] [[έναντι]] του πολέμου, σε Ηρόδ.· <i>ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην</i>, υπό την [[προστασία]] των Ρωμαίων, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκέπη:''' ἡ защита, прикрытие, укрытие, покров Plat.: τὰ δεόμενα σκέπης Xen. нуждающиеся в защите, т. е. наиболее уязвимые части тела; σ. δερματική Arst. кожный покров; σ. καὶ [[ὑπόδυσις]] [[φυσική]] Diod. естественное укрытие; ἐν σκέπῃ τοῦ φόβου εἶναι Her. не иметь повода к страху, быть вне опасности; ὑποστείλας ἑαυτὸν ὑπὸ τὴν Ῥωμαίων σκέπην Polyb. поставив себя под защиту римлян.
}}
}}