ἄσηπτος: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (AM [[ἄσηπτος]], -ον) [[σήπω]]<br />αυτός που δεν σαπίζει ή που δεν φθείρεται («ξύλα άσηπτα», «[[κέδρος]] [[άσηπτος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροφές) [[εκείνος]] που δεν χωνεύεται.
|mltxt=-ον (AM [[ἄσηπτος]], -ον) [[σήπω]]<br />αυτός που δεν σαπίζει ή που δεν φθείρεται («ξύλα άσηπτα», «[[κέδρος]] [[άσηπτος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροφές) [[εκείνος]] που δεν χωνεύεται.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσηπτος:''' не подверженный гниению, не гниющий Xen., Arst., Plut.
}}
}}