πίμπλημι: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πίμπλημι:''' στον ενεστ. και παρατ. σχηματίζεται όπως το [[ἵστημι]]· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>πίμπλῃσι</i>· προστ. <i>πίμπλα</i> ή <i>πίπλη</i>, παρατ. γʹ πληθ. <i>ἐπίμπλασαν</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από το [[πλήθω]] (το οποιο στον ενεστ. και παρατ. είναι αμτβ., βλ. [[πλήθω]])· μέλ. <i>πλήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλησα]], Επικ. <i>πλῆσα</i>· παρακ. <i>πέπληκα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐπλησάμην</i>, Παθ. μέλ. [[πλησθήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλήσθην]], Επικ. γʹ πληθ. [[πλῆσθεν]]· παρακ. <i>πέπλησμαι</i>· [[εκτός]] από αυτούς τους χρόνους, υπήρχε και ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐπλήμην]], Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. [[πλῆτο]], [[πλῆντο]]· πρβλ. [[ἐμπίπλημι]] (από √<i>ΠΛΕ</i> ή <i>ΠΛΑ</i>).<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς με [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., [[γεμίζω]] από [[κάτι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπληρώνω]], [[γεμίζω]], [[συμπληρώνω]], [[συμπληρώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρώ]] [[θέση]], [[κατέχω]] [[αξίωμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ή για ό,τι ανήκει σε μένα, πλήσασθαι [[δέπας]] οἴνοιο, [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ένα [[ποτήρι]] [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· πλήσασθαι [[νῆας]], φόρτωσαν τα πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· <i>θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος</i>, [[παραχορταίνω]], [[υπερκαλύπτω]] την [[επιθυμία]] κάποιου για [[φαγητό]] και ποτό, στο ίδ.· <i>[[πεδία]] πίμπλασθ' ἁρμάτων</i>, η [[πεδιάδα]] είναι εντελώς γεμάτη με τα άρματά σας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., πληρούμαι, [[γίνομαι]] ή είμαι [[γεμάτος]] από, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> έχω αρκετό από κάποιο [[πράγμα]], <i>πλησθῆναι αἱμάτων</i>, σε Σοφ.· <i>ἡδονῶν</i>, σε Πλάτ.· [[σπανίως]] με δοτ., δάκρυσι [[πλησθείς]], σε Θουκ.
|lsmtext='''πίμπλημι:''' στον ενεστ. και παρατ. σχηματίζεται όπως το [[ἵστημι]]· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>πίμπλῃσι</i>· προστ. <i>πίμπλα</i> ή <i>πίπλη</i>, παρατ. γʹ πληθ. <i>ἐπίμπλασαν</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από το [[πλήθω]] (το οποιο στον ενεστ. και παρατ. είναι αμτβ., βλ. [[πλήθω]])· μέλ. <i>πλήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλησα]], Επικ. <i>πλῆσα</i>· παρακ. <i>πέπληκα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐπλησάμην</i>, Παθ. μέλ. [[πλησθήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλήσθην]], Επικ. γʹ πληθ. [[πλῆσθεν]]· παρακ. <i>πέπλησμαι</i>· [[εκτός]] από αυτούς τους χρόνους, υπήρχε και ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐπλήμην]], Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. [[πλῆτο]], [[πλῆντο]]· πρβλ. [[ἐμπίπλημι]] (από √<i>ΠΛΕ</i> ή <i>ΠΛΑ</i>).<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς με [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., [[γεμίζω]] από [[κάτι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπληρώνω]], [[γεμίζω]], [[συμπληρώνω]], [[συμπληρώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρώ]] [[θέση]], [[κατέχω]] [[αξίωμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ή για ό,τι ανήκει σε μένα, πλήσασθαι [[δέπας]] οἴνοιο, [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ένα [[ποτήρι]] [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· πλήσασθαι [[νῆας]], φόρτωσαν τα πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· <i>θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος</i>, [[παραχορταίνω]], [[υπερκαλύπτω]] την [[επιθυμία]] κάποιου για [[φαγητό]] και ποτό, στο ίδ.· <i>[[πεδία]] πίμπλασθ' ἁρμάτων</i>, η [[πεδιάδα]] είναι εντελώς γεμάτη με τα άρματά σας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., πληρούμαι, [[γίνομαι]] ή είμαι [[γεμάτος]] από, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> έχω αρκετό από κάποιο [[πράγμα]], <i>πλησθῆναι αἱμάτων</i>, σε Σοφ.· <i>ἡδονῶν</i>, σε Πλάτ.· [[σπανίως]] με δοτ., δάκρυσι [[πλησθείς]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=πίμπλημι [~ πλήρης, ~ πλέως] naast them. praes. πλήθω en πιμπλάνομαι; Aeol. praes. 3 plur. πίμπλεισιν, Ion. med. 3 plur. them. πιμπλῶνται, imperf. 3 plur. ἐπίμπλασαν, ep. med. 3 plur. πίμπλαντο, ep. conj. 3 plur. πιμπλῇσι, imperat. πίμπλη, them. πίμπλᾱ, ptc. πιμπλάς, f. plur. πιμπλεῖσαι;\n aor. ἔπλησα, med. ἐπλησάμην (met acc. ), ook athem. ἐπλήμην ( intrans. ),\n ep. 3 sing. πλῆτο, plur. πλῆντο, ptc. πλήσας, med. πλησάμενος; aor. pass. ἐπλήσθην, ep. 3 plur. πλῆσθεν; perf. πέπληκα, med.-pass. πέπλησμαι, Ion. med.-pass. 3 plur. πέπληνται en πεπλήαται,\n zonder redupl. πλῆνται, plqperf. med.-pass. (ἐ)πεπλήσμην; fut. πλήσω,\n zelden med. πλήσομαι act. vullen (met): met gen..; τράπεζαν ἀμβροσίης de tafel met ambrozijn Od. 5.93; zelden met dat..; ἰαχῇ ὁδούς de wegen met geschreeuw Il. 16.374; ook med..; πλησάμενος δ ’ οἴνοιο δέπας na zijn beker met wijn te hebben gevuld Il. 9.224; πλησάμενος θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος zijn buik met eten en drinken gevuld hebbend Od. 17.603; overdr.. ἀμφοτέρω... πλῆσεν μένεος hij vervulde hen beiden met strijdlust Il. 13.60. pass. zich vullen (met), vol raken (van): met gen..; πλῆντο... δόμοι ἀνδρῶν ἀγρομένων de kamers vulden zich met mannen die bijeenkwamen Od. 8.57; met dat..; τὼ δέ οἱ ὄσσε δακρυόφι πλῆσθεν zijn beide ogen vulden zich met tranen Il. 17.696; genoeg krijgen van:; ὅταν δὲ πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ wanneer jij genoeg hebt van de steeds aanwezige ziekte Soph. Ph. 520; in vervulling gaan:; πλησθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα dat alles wat is geschreven, in vervulling gaat NT Luc. 21.22; verlopen:. ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι de dagen liepen ten einde NT Luc. 1.23.
}}
}}