σπουδαστικός: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπουδαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδεικνύει ζήλο, [[πρόθυμος]], [[σοβαρός]], [[επιμελής]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σπουδαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που επιδεικνύει ζήλο, [[πρόθυμος]], [[σοβαρός]], [[επιμελής]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=σπουδαστικός -ή -όν [σπουδάζω] serieus, ernstig.
}}
}}