σύνδουλος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύνδουλος:''' ὁ, ἡ, αυτός που είναι [[σύντροφος]] στη [[δουλεία]], [[σκλάβος]] στον ίδιο αφέντη, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· θηλ. [[συνδούλη]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''σύνδουλος:''' ὁ, ἡ, αυτός που είναι [[σύντροφος]] στη [[δουλεία]], [[σκλάβος]] στον ίδιο αφέντη, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· θηλ. [[συνδούλη]], σε Βάβρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύνδουλος, ὁ, ἡ, f. ook συνδούλη -ης, Att. ook ξύνδουλος [συν, δοῦλος] mede-slaaf of -slavin.
}}
}}