3,274,216
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύνδουλος:''' ὁ, ἡ, αυτός που είναι [[σύντροφος]] στη [[δουλεία]], [[σκλάβος]] στον ίδιο αφέντη, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· θηλ. [[συνδούλη]], σε Βάβρ. | |lsmtext='''σύνδουλος:''' ὁ, ἡ, αυτός που είναι [[σύντροφος]] στη [[δουλεία]], [[σκλάβος]] στον ίδιο αφέντη, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· θηλ. [[συνδούλη]], σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύνδουλος, ὁ, ἡ, f. ook συνδούλη -ης, Att. ook ξύνδουλος [συν, δοῦλος] mede-slaaf of -slavin. | |||
}} | }} |