ἐπίτακτος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίτακτος:''' -ον ([[ἐπιτάσσω]]), αυτός που έχει τραβηχτεί, παραταχθεί [[πίσω]], όπισθεν, <i>οἱ ἐπίτακτοι</i>, [[εφεδρεία]] στρατού, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπίτακτος:''' -ον ([[ἐπιτάσσω]]), αυτός που έχει τραβηχτεί, παραταχθεί [[πίσω]], όπισθεν, <i>οἱ ἐπίτακτοι</i>, [[εφεδρεία]] στρατού, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίτακτος:''' отведенный назад, помещенный в резерве или в арьергарде (σπεῖραι Plut.; см. [[ἐπίτακτοι]]).
}}
}}