τερατώδης: Difference between revisions

4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερᾰτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[παράδοξος]], όμοιος με [[τέρας]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''τερᾰτώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[παράδοξος]], όμοιος με [[τέρας]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τερᾰτώδης:''' <b class="num">1)</b> чудесный (τὸ [[φθέγμα]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> изумительный, диковинный: οἱ εἰς σοφίαν τερατώδεις ἄνθρωποι Plat. люди изумительной мудрости;<br /><b class="num">3)</b> уродливый, ненормальный (οἱ νεοττοί Arst.).
}}
}}