αἰχμαλωτεύω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰχμᾰλωτεύω:''' [[συλλαμβάνω]] κάποιον ως αιχμάλωτο, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''αἰχμᾰλωτεύω:''' [[συλλαμβάνω]] κάποιον ως αιχμάλωτο, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''αἰχμᾰλωτεύω:''' NT = [[αἰχμαλωτίζω]].
}}
}}