ἁλιστός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιστός:''' [ᾰ], -ή, -όν ([[ἁλίζω]]), αλατισμένος, παστωμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἁλιστός:''' [ᾰ], -ή, -όν ([[ἁλίζω]]), αλατισμένος, παστωμένος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιστός:''' соленый (χηνὸς λίπη Anth.).
}}
}}