ἀναφράζομαι: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναφράζομαι:''' Επικ. αορ. αʹ <i>-εφρασσάμην</i> — Μέσ., έχω [[επίγνωση]] κάποιου πράγματος, [[αντιλαμβάνομαι]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀναφράζομαι:''' Επικ. αορ. αʹ <i>-εφρασσάμην</i> — Μέσ., έχω [[επίγνωση]] κάποιου πράγματος, [[αντιλαμβάνομαι]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναφράζομαι:''' поэт. [[ἀμφράζομαι]] узнавать, замечать (τι Hom.).
}}
}}