ἀνακῶς: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνᾰκῶς:''' επίρρ. ([[ἄναξ]], [[διοικητής]], [[επιμελητής]]), προσεκτικά, επιμελώς, [[ἀνακῶς]] ἔχειν τινός, [[μεριμνώ]] για [[κάτι]], [[καταβάλλω]] [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]] σ' αυτό, σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀνᾰκῶς:''' επίρρ. ([[ἄναξ]], [[διοικητής]], [[επιμελητής]]), προσεκτικά, επιμελώς, [[ἀνακῶς]] ἔχειν τινός, [[μεριμνώ]] για [[κάτι]], [[καταβάλλω]] [[μεγάλη]] [[επιμέλεια]] σ' αυτό, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνᾰκῶς:''' (ᾰν) внимательно, тщательно, заботливо: ἀ. ἔχειν τινός Her., Thuc., Plut. внимательно относиться к кому(чему)-л., тщательно следить за кем(чем)-л.
}}
}}