ἀποκολυμβάω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, σώζομαι κολυμπώντας, [[βγαίνω]] κολυμπώντας στην [[ξηρά]] [[μετά]] από [[ναυάγιο]] πλοίου, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀποκολυμβάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, σώζομαι κολυμπώντας, [[βγαίνω]] κολυμπώντας στην [[ξηρά]] [[μετά]] από [[ναυάγιο]] πλοίου, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκολυμβάω:''' спасаться вплавь Thuc.
}}
}}