ἀποπλέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπλέω:''' Επικ. -[[πλείω]], Ιων. -[[πλώω]]· μέλ. -[[πλεύσομαι]] ή -[[πλευσοῦμαι]], Ιων. <i>-πλώσομαι</i>· [[πλέω]] [[μακριά]] από έναν [[τόπο]] για να μεταβώ σε άλλον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀποπλέω:''' Επικ. -[[πλείω]], Ιων. -[[πλώω]]· μέλ. -[[πλεύσομαι]] ή -[[πλευσοῦμαι]], Ιων. <i>-πλώσομαι</i>· [[πλέω]] [[μακριά]] από έναν [[τόπο]] για να μεταβώ σε άλλον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπλέω:''' эп.-ион. [[ἀποπλείω]] и [[ἀποπλώω]] (fut. ἀποπλεύσομαι и ἀποπλευσοῦμαι - ион. ἀποπλώσομαι)<br /><b class="num">1)</b> отплывать Hom., Her., Thuc., Arph., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> плыть обратно Hom., Her., Xen.
}}
}}