ἀποστυγέω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστῠγέω:''' μέλ. <i>-στύξω</i>, αόρ. αʹ <i>-εστύγησα</i>, αόρ. βʹ <i>ἀπέστῠγον</i>, παρακ. <i>-εστύγηκα</i>· [[μισώ]] με [[σφοδρότητα]], αποστρέφομαι, [[βδελύσσομαι]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με απαρ., αποστρέφομαι, [[αηδιάζω]] να..., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀποστῠγέω:''' μέλ. <i>-στύξω</i>, αόρ. αʹ <i>-εστύγησα</i>, αόρ. βʹ <i>ἀπέστῠγον</i>, παρακ. <i>-εστύγηκα</i>· [[μισώ]] με [[σφοδρότητα]], αποστρέφομαι, [[βδελύσσομαι]], σε Ηρόδ., Σοφ.· με απαρ., αποστρέφομαι, [[αηδιάζω]] να..., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποστῠγέω:''' (pf. praes. ἀπεστύγηκα) с ужасом отворачиваться, тж. питать отвращение, ненавидеть (τινα и τι Hes., Soph., Eur., Anth., τινος Plut.): ἀ. [[γενέσθαι]] τι Her. приходить в ужас от чего-л.
}}
}}