ἁρμόδιος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁρμόδιος:''' -α, -ον ([[ἁρμόζω]])·<br /><b class="num">I.</b> προσαρμοζόμενος μαζί με, σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> καλοπροσάρμοστος, [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]], [[αρμονικός]], στον ίδ.· επίρρ. <i>-ως</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἁρμόδιος:''' -α, -ον ([[ἁρμόζω]])·<br /><b class="num">I.</b> προσαρμοζόμενος μαζί με, σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> καλοπροσάρμοστος, [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]], [[αρμονικός]], στον ίδ.· επίρρ. <i>-ως</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁρμόδιος:''' <b class="num">1)</b> соответствующий, подходящий, удобный ([[τόπος]] Arst.; τινι Luc. и πρός τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> надлежащий, хорошо приготовленный ([[δεῖπνον]] Pind.).
}}
}}