ἀπόλυσις: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόλῠσις:''' -εως, ἡ ([[ἀπολύω]]), [[απελευθέρωση]], [[απολύτρωση]], [[απαλλαγή]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]], με γεν., σε Πλούτ.· <i>κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου</i>, [[αθώωση]], απαλαγή από τη θανατική [[ποινή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπόλῠσις:''' -εως, ἡ ([[ἀπολύω]]), [[απελευθέρωση]], [[απολύτρωση]], [[απαλλαγή]], [[ανακούφιση]] από [[κάτι]], με γεν., σε Πλούτ.· <i>κατὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ θανάτου</i>, [[αθώωση]], απαλαγή από τη θανατική [[ποινή]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόλῠσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> освобождение, отпущение на свободу (sc. τῶν κατῃτιαμένων Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> освобождение, избавление (πόνων καὶ κακῶν Plut.): ἀ. τοῦ θανάτου Her. отмена смертного приговора;<br /><b class="num">3)</b> разделение, отделение: ψυχῆς ἀ. Arst. кончина, смерть;<br /><b class="num">4)</b> отбытие, уход, отъезд (κατὰ τὸν ἰσθμόν Polyb.).
}}
}}