ἀποκρίνω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχωρίζω]], [[ξεχωρίζω]], [[τοποθετώ]] [[χωριστά]], [[αποχωρίζω]], σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἀποκρινθέντε</i>, αυτοί οι [[δύο]] που αποχωρίστηκαν από το [[πλήθος]], λέγεται για [[δύο]] ήρωες που προχωρούν [[μπροστά]] ως πρόμαχοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποκεκρίσθαι εἰς ἓν [[ὄνομα]], έχω διαχωρισθεί, διακριθεί με την [[υιοθέτηση]] ενός κοινού ονόματος, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σημαδεύω]] με έναν χαρακτηριστικό τύπο, [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]], σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἀποκεκριμένος</i>, ο διακεκριμένος, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., <i>ἀποκρίνομαι</i>, μέλ. <i>-κρῐνοῦμαι</i> — Παθ. <i>-κέκρῐμαι</i>, και τα [[δύο]] με Μέσ. και Παθ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] [[απόκριση]] σε μια [[ερώτηση]], [[απαντώ]], σε Ευρ. κ.λπ.· ἀποκρίνομαι [[πρός]] τινα ή [[πρός]] τι, [[απαντώ]] σε αυτόν που θέτει μια [[ερώτηση]] ή στο ίδιο το [[ερώτημα]], σε Θουκ. κ.λπ.· με αιτ., <i>ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν</i>, [[απαντώ]] στο [[ερώτημα]], στον ίδ.· ομοίως στην Παθ., <i>τοῦτόμοι ἀποκεκρίσθω</i>, ας είναι αυτή η απάντησή μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[απαντώ]] στις κατηγορίες, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ. αόρ. αʹ <i>ἀπεκρίθη = ἀπεκρίνατο</i>, έδωσε [[απάντηση]], [[πρώτα]] σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀποκρίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κρῐνῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διαχωρίζω]], [[ξεχωρίζω]], [[τοποθετώ]] [[χωριστά]], [[αποχωρίζω]], σε Πλάτ. — Παθ., <i>ἀποκρινθέντε</i>, αυτοί οι [[δύο]] που αποχωρίστηκαν από το [[πλήθος]], λέγεται για [[δύο]] ήρωες που προχωρούν [[μπροστά]] ως πρόμαχοι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀποκεκρίσθαι εἰς ἓν [[ὄνομα]], έχω διαχωρισθεί, διακριθεί με την [[υιοθέτηση]] ενός κοινού ονόματος, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[σημαδεύω]] με έναν χαρακτηριστικό τύπο, [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]], σε Ηρόδ.· μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἀποκεκριμένος</i>, ο διακεκριμένος, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., <i>ἀποκρίνομαι</i>, μέλ. <i>-κρῐνοῦμαι</i> — Παθ. <i>-κέκρῐμαι</i>, και τα [[δύο]] με Μέσ. και Παθ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] [[απόκριση]] σε μια [[ερώτηση]], [[απαντώ]], σε Ευρ. κ.λπ.· ἀποκρίνομαι [[πρός]] τινα ή [[πρός]] τι, [[απαντώ]] σε αυτόν που θέτει μια [[ερώτηση]] ή στο ίδιο το [[ερώτημα]], σε Θουκ. κ.λπ.· με αιτ., <i>ἀποκρίνεσθαι τὸ ἐρωτηθέν</i>, [[απαντώ]] στο [[ερώτημα]], στον ίδ.· ομοίως στην Παθ., <i>τοῦτόμοι ἀποκεκρίσθω</i>, ας είναι αυτή η απάντησή μου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[απαντώ]] στις κατηγορίες, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ. αόρ. αʹ <i>ἀπεκρίθη = ἀπεκρίνατο</i>, έδωσε [[απάντηση]], [[πρώτα]] σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποκρίνω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> отделять, обособлять (ἐκ τοῦ πλήθους Plat.; [[χωρίς]] τινας Plut.): [[νόσημα]] ἀποκεκριμένον Plat. местное заболевание; med.-pass. отделяться, обособляться (ἀπο τινος Arst., τινος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> отличать, различать: ἀ. πρύμναν Her. придавать корме особую форму (по друг. расширять кормовую часть); pass. отличаться (τινος Her.);<br /><b class="num">3)</b> выбирать, отбирать (τοῦ στρατοῦ [[πέντε]] μυριάδας Her.): ἐς [[τοῦτο]] πάντα ἀπεκρίθη Thuc. все свелось к этому; εἰς ἓν [[ὄνομα]] ἀποκεκρίσθαι Thuc. отделиться (и объединиться) под одним названием;<br /><b class="num">4)</b> предоставлять на выбор ([[δυοῖν]] κακοῖν Soph.);<br /><b class="num">5)</b> исключать, отвергать, отклонять (κρίνειν καὶ ἀ. τινάς Plat.): ἀ. τινὰ τῆς νίκης Arst. не признавать за кем-л. честь победы;<br /><b class="num">6)</b> med. отвечать (τινι Arph. и πρός τινα Thuc., πρός τι Plat.; τὸ ἐρωτηθέν Thuc. или τὸ ἐρωτώμενον Xen.; τινί τι Xen., Eur., Luc.);<br /><b class="num">7)</b> med. быть ответчиком на суде (πρός τινα Arph.).
}}
}}