ἀτακτέω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτακτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για στρατιώτη, είμαι [[ανυπότακτος]], [[ατακτώ]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, ζω μια μη πειθαρχημένη [[ζωή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀτακτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για στρατιώτη, είμαι [[ανυπότακτος]], [[ατακτώ]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, ζω μια μη πειθαρχημένη [[ζωή]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτακτέω:''' не подчиняться установленному порядку, быть недисциплинированным, своевольничать Lys., Xen., Dem.: ἀ. τινος и τινι Plut. уклоняться от (не соблюдать) чего-л.
}}
}}