3,274,216
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀσύμφορος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμφορος]], -ον, αυτός που δεν [[συμφέρει]], [[απρόσφορος]], [[ανώφελος]], σε Ησίοδ.· με δοτ., [[ακατάλληλος]] για [[κάτι]], [[επιβλαβής]], σε Ευρ., Θουκ.· επίσης, <i>ἔς</i> ή [[πρός]] τι, στον ίδ.· επίρρ., <i>-ρως</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀσύμφορος:''' αρχ. Αττ. ἀ-[[ξύμφορος]], -ον, αυτός που δεν [[συμφέρει]], [[απρόσφορος]], [[ανώφελος]], σε Ησίοδ.· με δοτ., [[ακατάλληλος]] για [[κάτι]], [[επιβλαβής]], σε Ευρ., Θουκ.· επίσης, <i>ἔς</i> ή [[πρός]] τι, στον ίδ.· επίρρ., <i>-ρως</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσύμφορος:''' староатт. ἀξύμφορος 2 неподходящий, непригодный, вредный, опасный (τινι Hes., Eur., Dem., ἔς и πρός τι Thuc.). | |||
}} | }} |