ἀστήρικτος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστήρικτος:''' -ον ([[στηρίζω]]), αυτός που δεν είναι [[σταθερός]], [[ασταθής]], σε Ανθ., Κ.Δ.
|lsmtext='''ἀστήρικτος:''' -ον ([[στηρίζω]]), αυτός που δεν είναι [[σταθερός]], [[ασταθής]], σε Ανθ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστήρικτος:''' <b class="num">1)</b> не нуждающийся в опоре ([[γρῆϋς]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный опоры (ψυχαί NT).
}}
}}