βοηθός: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 19: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοηθός:''' -όν, συντετμ. [[τύπος]] του <i>βοη-θόος</i>, [[βοηθητικός]], [[ενισχυτικός]], [[επικουρικός]], σε Θουκ.· και ως ουσ., [[βοηθός]], [[αρωγός]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''βοηθός:''' -όν, συντετμ. [[τύπος]] του <i>βοη-θόος</i>, [[βοηθητικός]], [[ενισχυτικός]], [[επικουρικός]], σε Θουκ.· και ως ουσ., [[βοηθός]], [[αρωγός]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βοηθός:''' <b class="num">II</b> ὁ помощник, заступник, защитник Xen., Arst., Plut., Anth.<br />идущий или приходящий на помощь ([[νῆες]] Her. и [[ναῦς]] Thuc.).
}}
}}