βιβρώσκω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βιβρώσκω:''' μέλ. <i>βρώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔβρωσα</i>, Επικ. αόρ. βʹ [[ἔβρων]], παρακ. [[βέβρωκα]]· συγκεκ. [[τύπος]] μτχ. [[βεβρώς]], <i>-ῶτος</i>· [[τύπος]] Ευκτ. [[βεβρώθοις]], όπως αν προερχόταν από παρακ. <i>βέβρωθα</i>, απαντά σε Ομήρ. Ιλ.· Παθ. μέλ. [[βεβρώσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐβρώθην</i>, παρακ. <i>βέβρωμαι</i> (√<i>ΒΟΡ</i>, βλ. βορ-ά, Λατ. vor-o), [[τρώω]], κατατρώω· <i>βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ'</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[τρώγω]] από κάποιο [[πράγμα]], [[τρώγω]] [[μέρος]] πράγματος· <i>βεβρωκὼς βοός</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τρώγομαι· <i>χρήματα βεβρώσεται</i>, θα αφανισθούν, θα καταφαγωθούν, στο ίδ.
|lsmtext='''βιβρώσκω:''' μέλ. <i>βρώσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἔβρωσα</i>, Επικ. αόρ. βʹ [[ἔβρων]], παρακ. [[βέβρωκα]]· συγκεκ. [[τύπος]] μτχ. [[βεβρώς]], <i>-ῶτος</i>· [[τύπος]] Ευκτ. [[βεβρώθοις]], όπως αν προερχόταν από παρακ. <i>βέβρωθα</i>, απαντά σε Ομήρ. Ιλ.· Παθ. μέλ. [[βεβρώσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐβρώθην</i>, παρακ. <i>βέβρωμαι</i> (√<i>ΒΟΡ</i>, βλ. βορ-ά, Λατ. vor-o), [[τρώω]], κατατρώω· <i>βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ'</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., [[τρώγω]] από κάποιο [[πράγμα]], [[τρώγω]] [[μέρος]] πράγματος· <i>βεβρωκὼς βοός</i>, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τρώγομαι· <i>χρήματα βεβρώσεται</i>, θα αφανισθούν, θα καταφαγωθούν, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βιβρώσκω:''' (aor. ἔβρωξα или ἔβροξα, pf. [[βέβρωκα]]; pass.: fut. [[βρωθήσομαι]], эп. fut. 3 [[βεβρώσομαι]], pf. βέβρωμαι)<br /><b class="num">1)</b> есть, поедать, пожирать (τι Hom., Soph., Her. и τινός Hom., Arph., Theocr.): βεβρωκὼς καὶ πεπωκώς Polyb., Arst. наевшись и напившись;<br /><b class="num">2)</b> проедать, расточать (χρήματα βεβρώσεται Hom.).
}}
}}