βουλεύω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 42: Line 42:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβούλευσα</i>, Επικ. <i>βούλευσα</i>, παρακ. <i>βεβούλευκα</i> ([[βουλή]]).<br /><b class="num">Α. I.</b> [[συνεδριάζω]], [[αποφαίνομαι]], [[λαμβάνω]] [[μέτρα]]· και στους παρελθοντικούς χρόνους, έχω συλλογιστεί και [[επομένως]], [[καθορίζω]], [[αποφασίζω]].<br /><b class="num">1.</b> απόλ., [[οἷος]] [[ἔην]] [[βουλευέμεν]] ἠδὲ μάχεσθαι, όπως ακριβώς θα ήταν στο [[συμβούλιο]] ή στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἔς γε μίαν βουλεύσομεν</i> (ενν. <i>βουλήν</i>), θα συμφωνήσουμε σε ένα κοινό [[σχέδιο]], στο ίδ.· στους πεζογράφους, αυτή η [[σημασία]] ανήκει [[κυρίως]] στη Μέσ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[σχεδιάζω]], [[μηχανεύομαι]], [[σκέφτομαι]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., αόρ. αʹ <i>ἐβουλεύθην</i>, παρακ. <i>βεβούλευμαι</i>, είμαι αποφασισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὰ βεβουλευμένα = βουλεύματα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[αποφασίζω]] να πράξω [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δίνω]] [[γνώμη]], [[παρέχω]] [[συμβουλή]]· τὰ λῷστα [[βουλεύω]], σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., [[συμβουλεύω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> στους πολιτικούς συγγραφείς, είμαι [[μέλος]] της Βουλής, σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], είμαι [[μέλος]] της Βουλής των πεντακοσίων στην Αθήνα, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. <b>Β.</b> Μέσ., μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβουλευσάμην</i>, Επικ. <i>βουλ-</i>, Παθ. αόρ. <i>ἐβουλεύθην</i>, παρακ. <i>βεβούλευμαι</i>.<br /><b class="num">1.</b> απόλ., [[συσκέπτομαι]] ατομικά, [[αποφασίζω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του πράγμ., [[ορίζω]] [[κάτι]] από [[μόνος]] μου, [[αποφασίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[αποφασίζω]] να πράξω, στον ίδ., σε Πλάτ.· σπανιότερα με δευτερεύουσα [[πρόταση]], [[βουλεύομαι]] [[ὅπως]]..., σε Ξεν.
|lsmtext='''βουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβούλευσα</i>, Επικ. <i>βούλευσα</i>, παρακ. <i>βεβούλευκα</i> ([[βουλή]]).<br /><b class="num">Α. I.</b> [[συνεδριάζω]], [[αποφαίνομαι]], [[λαμβάνω]] [[μέτρα]]· και στους παρελθοντικούς χρόνους, έχω συλλογιστεί και [[επομένως]], [[καθορίζω]], [[αποφασίζω]].<br /><b class="num">1.</b> απόλ., [[οἷος]] [[ἔην]] [[βουλευέμεν]] ἠδὲ μάχεσθαι, όπως ακριβώς θα ήταν στο [[συμβούλιο]] ή στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἔς γε μίαν βουλεύσομεν</i> (ενν. <i>βουλήν</i>), θα συμφωνήσουμε σε ένα κοινό [[σχέδιο]], στο ίδ.· στους πεζογράφους, αυτή η [[σημασία]] ανήκει [[κυρίως]] στη Μέσ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., [[σχεδιάζω]], [[μηχανεύομαι]], [[σκέφτομαι]] για [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., αόρ. αʹ <i>ἐβουλεύθην</i>, παρακ. <i>βεβούλευμαι</i>, είμαι αποφασισμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>τὰ βεβουλευμένα = βουλεύματα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[αποφασίζω]] να πράξω [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δίνω]] [[γνώμη]], [[παρέχω]] [[συμβουλή]]· τὰ λῷστα [[βουλεύω]], σε Αισχύλ.· με δοτ. προσ., [[συμβουλεύω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> στους πολιτικούς συγγραφείς, είμαι [[μέλος]] της Βουλής, σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], είμαι [[μέλος]] της Βουλής των πεντακοσίων στην Αθήνα, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. <b>Β.</b> Μέσ., μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐβουλευσάμην</i>, Επικ. <i>βουλ-</i>, Παθ. αόρ. <i>ἐβουλεύθην</i>, παρακ. <i>βεβούλευμαι</i>.<br /><b class="num">1.</b> απόλ., [[συσκέπτομαι]] ατομικά, [[αποφασίζω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. του πράγμ., [[ορίζω]] [[κάτι]] από [[μόνος]] μου, [[αποφασίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[αποφασίζω]] να πράξω, στον ίδ., σε Πλάτ.· σπανιότερα με δευτερεύουσα [[πρόταση]], [[βουλεύομαι]] [[ὅπως]]..., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''βουλεύω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. совещаться, обсуждать, советоваться (περί τινος Hom., Her., Thuc., Plat.; med. περί τι и [[ὑπέρ]] τινος Plat., τι Thuc., Plat., πρός τι Thuc.): β. βουλάς Hom. и βουλεύεσθαι βουλήν Plat. держать совет, совещаться;<br /><b class="num">2)</b> тж. med. замышлять, задумывать или постановлять, решать ([[πῆμα]] [[κακόν]] τινι Hom. и θάνατόν τινι Plat.; med. οἷόν τε [[ἴσον]] τι ἢ [[δίκαιον]] Thuc.): ἐς μίαν β. Hom. решать единогласно; τὸ εὖ βουλεύεσθαι Her. принятие правильного решения; τὰ βουλευόμενα Xen. предположения или проекты; τὰ βεβουλευμένα Her., Plut. решения, постановления; οὐ βουλεύσας [[σωτήριον]] ἑαυτῷ Plut. не найдя для себя средства спасения;<br /><b class="num">3)</b> давать совет, советовать (τι и τινί Hom., Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> участвовать в совещаниях Her.;<br /><b class="num">5)</b> тж. med. заседать в (афинском) Совете Пятисот, быть булевтом Xen., Plat., Arst.: μετέχειν τοῦ βουλεύεσθαι Arst. участвовать в решении государственных вопросов.
}}
}}