διεκφεύγω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεκφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] ολοκληρωτικά, γλιτώνω, σε Πλούτ.
|lsmtext='''διεκφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] ολοκληρωτικά, γλιτώνω, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διεκφεύγω:''' убегать, избегать (τὸν κίνδυνον Plut.).
}}
}}