δίστομος: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίστομος:''' -ον ([[στόμα]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[δύο]] στόματα, αυτός που έχει [[δύο]] εισόδους, σε Σοφ.· <i>δίστομοι ὁδοί</i>, δρόμοι που χωρίζονται στα [[δύο]], που διακλαδίζονται, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για όπλο, [[δίκοπος]], αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, [[δίστομος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δίστομος:''' -ον ([[στόμα]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[δύο]] στόματα, αυτός που έχει [[δύο]] εισόδους, σε Σοφ.· <i>δίστομοι ὁδοί</i>, δρόμοι που χωρίζονται στα [[δύο]], που διακλαδίζονται, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για όπλο, [[δίκοπος]], αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, [[δίστομος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίστομος:''' <b class="num">1)</b> имеющий два отверстия или входа ([[πέτρα]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> имеющий, два устья (sc. [[ποταμός]] Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> раздваивающийся: [[ἔνθα]] δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί Soph. где сходятся две дороги;<br /><b class="num">4)</b> обоюдоострый ([[φάσγανον]] Eur.).
}}
}}