δοκιμάζω: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοκιμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δόκιμος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμή]] μέταλλα προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητά τους, η καθαρότητά τους, σε Ισοκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανακρίνω]], [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμασία]], [[εξετάζω]], [[ερευνώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[έπειτα]], [[εγκρίνω]], [[επιδοκιμάζω]], στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., <i>ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε</i>, ενέκρινε τη δουλειά τους, σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> στην Αθήνα, [[εξετάζω]] και [[εγκρίνω]] ως κατάλληλο για ένα [[αξίωμα]], και στην Παθ., εγκρίνομαι, επιδοκιμάζομαι ως [[κατάλληλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., <i>ἱππεύειν [[δεδοκιμασμένος]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εξετάζω]] και [[επιτρέπω]] την [[εισαγωγή]] αγοριών στην [[τάξη]] των <i>ἐφήβων</i> ή <i>ἐφήβων</i> στην [[τάξη]] των [[ανδρών]]· και στην Παθ., [[υφίσταμαι]] τη [[δοκιμασία]], εισάγομαι μ' αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[ἕως]] ἀνὴρ [[εἶναι]] δοκιμασθείην, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> με απαρ., [[θεωρώ]] κάποιον ικανό να κάνει [[κάτι]] ή με αρνητ., [[θεωρώ]] κάποιον ακατάλληλο να, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''δοκιμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i> ([[δόκιμος]])·<br /><b class="num">I.</b> [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμή]] μέταλλα προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητά τους, η καθαρότητά τους, σε Ισοκρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανακρίνω]], [[υποβάλλω]] σε [[δοκιμασία]], [[εξετάζω]], [[ερευνώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.· [[έπειτα]], [[εγκρίνω]], [[επιδοκιμάζω]], στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., <i>ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε</i>, ενέκρινε τη δουλειά τους, σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> στην Αθήνα, [[εξετάζω]] και [[εγκρίνω]] ως κατάλληλο για ένα [[αξίωμα]], και στην Παθ., εγκρίνομαι, επιδοκιμάζομαι ως [[κατάλληλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· με απαρ., <i>ἱππεύειν [[δεδοκιμασμένος]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[εξετάζω]] και [[επιτρέπω]] την [[εισαγωγή]] αγοριών στην [[τάξη]] των <i>ἐφήβων</i> ή <i>ἐφήβων</i> στην [[τάξη]] των [[ανδρών]]· και στην Παθ., [[υφίσταμαι]] τη [[δοκιμασία]], εισάγομαι μ' αυτό τον τρόπο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· [[ἕως]] ἀνὴρ [[εἶναι]] δοκιμασθείην, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b> με απαρ., [[θεωρώ]] κάποιον ικανό να κάνει [[κάτι]] ή με αρνητ., [[θεωρώ]] κάποιον ακατάλληλο να, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''δοκῐμάζω:''' <b class="num">1)</b> пробовать, испытывать, проверять (τινά Thuc., Xen., Isocr., Arst. и τι Isocr., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> (в результате проверки) признавать годным, одобрять, утверждать (τινά Arst., Plut. и τι Plat., Arst., Dem., Plut.): δεδοκιμασμένος (sc. ἱππεύειν) Lys. признанный годным к службе в коннице; ἵπποι καὶ ἱππεῖς ἐδοκιμάσθησαν εἰς [[πεντήκοντα]] Xen. было отобрано 50 лошадей и всадников; τοῖς [[πάλαι]] [[οὕτως]] ἐδοκιμάσθη [[ταῦτα]] [[καλῶς]] ἔχειν Thuc. у древних это было сочтено или считалось правильным;<br /><b class="num">3)</b> считать нужным, важным (οὐκ ἐδοκίμασαν θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει NT): οὐκ ἐδοκίμαζε φράζειν αὑτόν, [[ὅστις]] εἴη, [[πρότερος]] Plut. он не пожелал сразу же открыть, кто он такой;<br /><b class="num">4)</b> (в Афинах) подвергать докимасии, т. е. гражданско-правовой проверке: δοκιμασθείς (sc. εἰς ἄνδρας) Lys. внесенный в списки совершеннолетних, достигший совершеннолетия; δοκιμασθεὶς ἀρχέτω κατὰ νόμον Plat. прошедший проверку пусть управляет согласно закону.
}}
}}