δυσπάρευνος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπάρευνος:''' -ον, αυτός που έχει [[κακό]] σύντροφο στο [[κρεβάτι]], σε Σοφ.
|lsmtext='''δυσπάρευνος:''' -ον, αυτός που έχει [[κακό]] σύντροφο στο [[κρεβάτι]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπάρευνος:''' (о брачном ложе) несчастливый, роковой ([[λέκτρον]] Soph.).
}}
}}