ἐκποτάομαι: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκποτάομαι:''' Ιων. -έομαι, αποθ., κινούμαι, [[πετώ]] στον αέρα, λέγεται για νιφάδες χιονιού, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πᾷ [[τὰς]] φρένας ἐκπεπότασαι; (βʹ ενικ. Δωρ. παρακ.)· = [[quae]] te [[dementia]] cepit?σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐκποτάομαι:''' Ιων. -έομαι, αποθ., κινούμαι, [[πετώ]] στον αέρα, λέγεται για νιφάδες χιονιού, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., πᾷ [[τὰς]] φρένας ἐκπεπότασαι; (βʹ ενικ. Δωρ. παρακ.)· = [[quae]] te [[dementia]] cepit?σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκποτάομαι:''' ион. [[ἐκποτέομαι]] (= [[ἐκπέτομαι]])<br /><b class="num">1)</b> слетать, ниспадать (νιφάδες [[ἐκποτέονται]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> взлетать: πᾷ τὰς φρένας [[ἐκπεπότασαι]]; Theocr. куда воспарил ты в мыслях?
}}
}}