ἔκτρωμα: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκτρωμα:''' τό, [[βρέφος]] πρόωρα γεννημένο, [[εξάμβλωμα]], [[τέρας]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἔκτρωμα:''' τό, [[βρέφος]] πρόωρα γεννημένο, [[εξάμβλωμα]], [[τέρας]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκτρωμα:''' ατος τό выкинутый утробный плод или недоносок Arst.
}}
}}