ἐμβόλιμος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβόλιμος:''' -ον ([[ἐμβάλλω]]), αυτός που παρεμβάλλεται, ο [[παρείσακτος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐμβόλιμος:''' -ον ([[ἐμβάλλω]]), αυτός που παρεμβάλλεται, ο [[παρείσακτος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβόλῐμος:''' вставной ([[μήν]] Her., Diod., Plut.).
}}
}}