ἐμπειρία: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπειρία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[εμπειρία]], [[πείρα]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[εμπειρία]], [[γνωριμία]], [[γνώση]] κάποιου αντικειμένου, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης, ἐμπ. [[περί]] τι, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐμπειρία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[εμπειρία]], [[πείρα]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[εμπειρία]], [[γνωριμία]], [[γνώση]] κάποιου αντικειμένου, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης, ἐμπ. [[περί]] τι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπειρία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> опыт, основанное на опыте знание, опытность (τινός Thuc., Plat., Dem., περί τι Xen., Plat., περί τινος Arst. и [[κατά]] τι Thuc.): ἐκ или ἐξ ἐμπειρίας Thuc., Arst. и (τῇ) ἐμπειρίᾳ Thuc., Plut. на основании опыта, по опыту; αἱ ἔκ τινος γεγενημέναι ἐμπειρίαι Isocr. приобретенный благодаря чему-л. опыт;<br /><b class="num">2)</b> голая практика, рутина: ταῖς ἐμπειρίαις [[ἄνευ]] λόγου τὴν ἰατρικὴν μεταχειρίζειν Plat. заниматься врачеванием чисто практически, не научно; μὴ τριβῇ [[μόνον]] καὶ ἐμπειρίᾳ, ἀλλὰ τέχνῃ Plat. не одной практической рутиной, а как требует искусство; οἱ ἀπὸ τῆς ἐμπειρίας ἰατροί Sext. = οἱ ἐμπειρικοί;<br /><b class="num">3)</b> ремесло (αἱ ἐμπειρίαι καὶ τέχναι Arst.).
}}
}}