ἐνώπιος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνώπιος:''' -ον (ὤψ),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται κατά [[πρόσωπο]], [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. <i>ἐνώπιον</i>, πρόθ. με γεν., όπως το Λατ. [[coram]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐνώπιος:''' -ον (ὤψ),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται κατά [[πρόσωπο]], [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> ουδ. <i>ἐνώπιον</i>, πρόθ. με γεν., όπως το Λατ. [[coram]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνώπιος:''' находящийся перед глазами, присутствующий: [[ὔμμιν]] ἐ. (v. l. [[ἐνώπιον]]) τάδ᾽ [[ἔειπα]] Theocr. я говорил это в вашем присутствии.
}}
}}