ἔμφρουρος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμφρουρος:''' -ον (ἐν),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φρουρεί ένα [[μέρος]]· <i>οἱ ἔμφρουροι</i>, [[φρουρά]], φύλακες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., ο φρουρούμενος, σε Δημ.
|lsmtext='''ἔμφρουρος:''' -ον (ἐν),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που φρουρεί ένα [[μέρος]]· <i>οἱ ἔμφρουροι</i>, [[φρουρά]], φύλακες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., ο φρουρούμενος, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμφρουρος:''' <b class="num">1)</b> несущий военную охрану, стоящий гарнизоном (ἐμφρουροι ὄντες Ἀθηναῖοι Xen.);<br /><b class="num">2)</b> снабженный гарнизоном, занятый войсками (πόλεις Dem., Polyb., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> военнообязанный Xen.
}}
}}