3,274,408
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπᾰμάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i> — Μέσ., [[συσσωρεύω]] για τον εαυτό μου, <i>εὐνὴν ἐπαμήσατο</i>, του σχημάτισε [[στρώμα]] (από φύλλα), σε Ομήρ. Οδ.· <i>γῆνἐπαμησάμενος</i>, σχηματίζοντας με [[συσσώρευση]] χώματος έναν τάφο, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐπᾰμάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i> — Μέσ., [[συσσωρεύω]] για τον εαυτό μου, <i>εὐνὴν ἐπαμήσατο</i>, του σχημάτισε [[στρώμα]] (από φύλλα), σε Ομήρ. Οδ.· <i>γῆνἐπαμησάμενος</i>, σχηματίζοντας με [[συσσώρευση]] χώματος έναν τάφο, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπᾰμάομαι:''' редко Diog. L. ἐπᾰμάω<br /><b class="num">1)</b> сгребать, собирать в кучу: εὐνὴν ἐπαμήσατο Hom. (Одиссей из листьев) устроил себе ложе;<br /><b class="num">2)</b> наваливать, насыпать (γῆν Her., Xen.; αἰγιαλῖτιν [[θῖνα]] Anth.; κόνιν Diog. L.). | |||
}} | }} |