3,274,313
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔοικα:''' -ας, -ε, παρακ. με ενεστ. [[σημασία]], [[μοιάζω]] (από το [[εἴκω]], από το οποίο έχουμε και γʹ ενικ. παρατ. [[εἶκε]], φάνηκε καλό, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλ., <i>εἴξω</i>, θα γίνω όμοιος, σε Αριστοφ.).· [[εκτός]] από τους κοινούς τύπους [[ἔοικα]], <i>-ας</i>, <i>-ε</i>, έχουμε Επικ. γʹ δυϊκ. [[ἔϊκτον]] αντί <i>ἐοίκατον</i>, αʹ πληθ. [[ἔοιγμεν]], γʹ πληθ. [[εἴξασι]]· απαρ. [[εἰκέναι]], μτχ. [[εἰκώς]]· — Ιων., [[οἶκα]], μτχ. <i>οἰκῶς</i>, υπερσ. [[ἐῴκειν]], <i>-εις</i>, <i>-ει</i>· γʹ πληθ. <i>ἐῴκεσαν</i>, Επικ. <i>ἐοίκεσαν</i>· Επικ. γʹ δυϊκ. <i>ἐΐκτην</i> αντί <i>ἐῳκείτην</i>· υπερσ. [[ἤϊκτο]]· [[ἔϊκτο]]·<br /><b class="num">I.</b> είμαι όμοιος, [[φαίνομαι]] όμοιος, <i>τινι</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ., [[εκεί]] που χρησιμ. απαρ., <i>αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισι ἐΐκτην</i>, έδειχναν πάντα έτοιμοι να επιβιβαστούν πάνω στο [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἔοικε [[σπεύδοντι]], φαίνεται [[ανήσυχος]], [[ανυπόμονος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μοιάζει, είναι πιθανό· με απαρ., σε φράσεις που αποδίδουμε τρέποντας το [[ρήμα]] σε απρόσωπο, όπως στο Λατ. videro videre, μου φαίνεται, [[νομίζω]], [[βλέπω]], <i>χλιδᾶν ἔοικας</i>, μου φαίνεται, [[νομίζω]] ότι είσαι [[αβρός]], [[τρυφηλός]], [[πολυτελής]], σε Αισχύλ.· [[ἔοικα]] οὐκ [[εἰδέναι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>ἔοικε</i>, φαίνεται· <i>ὡς ἔοικε</i>, όπως φαίνεται, στον ίδ. κ.λπ.· <i>ὡς ἔοικε</i>, χρησιμ. για να προσδιοριστεί [[ένας]] [[ισχυρισμός]], πιθανόν, [[πιστεύω]], [[θεωρώ]], πρέπει, με δοτ. προσ., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> απρόσ. <i>ἔοικε</i>, είναι ταιριαστό, είναι [[ορθό]], σωστό, είναι αποδεκτό, παραδεκτό, είναι [[λογικό]], [[κυρίως]] με αρνητ. και ακολουθ. από απαρ., <i>οὐκ ἔστ'</i>, <i>οὐδὲ ἔοικε</i>, <i>ἀρνήσασθαι</i>, δεν είναι δυνατόν, [[ούτε]] και παραδεκτό να αρνείσαι, σε Όμηρ.<br /><b class="num">IV.</b> μτχ. [[ἐοικώς]], [[εἰκώς]], Ιων. [[οἰκώς]], <i>-υῖα</i>, <i>-ός</i>.<br /><b class="num">1.</b> αυτός που φαίνεται όμοιος, αυτός που μοιάζει, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ταιριαστός]], αρμόζων, [[πρέπων]], [[κατάλληλος]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πιθανός]], ενδεχόμενος, [[εἰκός]] ἐστι αντί <i>ἔοικε</i>, σε Σοφ.· επίσης ὡς [[εἰκός]], Ιων. ὡς [[οἰκός]], αντί <i>ὡς ἔοικε</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἔοικα:''' -ας, -ε, παρακ. με ενεστ. [[σημασία]], [[μοιάζω]] (από το [[εἴκω]], από το οποίο έχουμε και γʹ ενικ. παρατ. [[εἶκε]], φάνηκε καλό, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλ., <i>εἴξω</i>, θα γίνω όμοιος, σε Αριστοφ.).· [[εκτός]] από τους κοινούς τύπους [[ἔοικα]], <i>-ας</i>, <i>-ε</i>, έχουμε Επικ. γʹ δυϊκ. [[ἔϊκτον]] αντί <i>ἐοίκατον</i>, αʹ πληθ. [[ἔοιγμεν]], γʹ πληθ. [[εἴξασι]]· απαρ. [[εἰκέναι]], μτχ. [[εἰκώς]]· — Ιων., [[οἶκα]], μτχ. <i>οἰκῶς</i>, υπερσ. [[ἐῴκειν]], <i>-εις</i>, <i>-ει</i>· γʹ πληθ. <i>ἐῴκεσαν</i>, Επικ. <i>ἐοίκεσαν</i>· Επικ. γʹ δυϊκ. <i>ἐΐκτην</i> αντί <i>ἐῳκείτην</i>· υπερσ. [[ἤϊκτο]]· [[ἔϊκτο]]·<br /><b class="num">I.</b> είμαι όμοιος, [[φαίνομαι]] όμοιος, <i>τινι</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ., [[εκεί]] που χρησιμ. απαρ., <i>αἰεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισι ἐΐκτην</i>, έδειχναν πάντα έτοιμοι να επιβιβαστούν πάνω στο [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἔοικε [[σπεύδοντι]], φαίνεται [[ανήσυχος]], [[ανυπόμονος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> μοιάζει, είναι πιθανό· με απαρ., σε φράσεις που αποδίδουμε τρέποντας το [[ρήμα]] σε απρόσωπο, όπως στο Λατ. videro videre, μου φαίνεται, [[νομίζω]], [[βλέπω]], <i>χλιδᾶν ἔοικας</i>, μου φαίνεται, [[νομίζω]] ότι είσαι [[αβρός]], [[τρυφηλός]], [[πολυτελής]], σε Αισχύλ.· [[ἔοικα]] οὐκ [[εἰδέναι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> απρόσ., <i>ἔοικε</i>, φαίνεται· <i>ὡς ἔοικε</i>, όπως φαίνεται, στον ίδ. κ.λπ.· <i>ὡς ἔοικε</i>, χρησιμ. για να προσδιοριστεί [[ένας]] [[ισχυρισμός]], πιθανόν, [[πιστεύω]], [[θεωρώ]], πρέπει, με δοτ. προσ., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> απρόσ. <i>ἔοικε</i>, είναι ταιριαστό, είναι [[ορθό]], σωστό, είναι αποδεκτό, παραδεκτό, είναι [[λογικό]], [[κυρίως]] με αρνητ. και ακολουθ. από απαρ., <i>οὐκ ἔστ'</i>, <i>οὐδὲ ἔοικε</i>, <i>ἀρνήσασθαι</i>, δεν είναι δυνατόν, [[ούτε]] και παραδεκτό να αρνείσαι, σε Όμηρ.<br /><b class="num">IV.</b> μτχ. [[ἐοικώς]], [[εἰκώς]], Ιων. [[οἰκώς]], <i>-υῖα</i>, <i>-ός</i>.<br /><b class="num">1.</b> αυτός που φαίνεται όμοιος, αυτός που μοιάζει, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[ταιριαστός]], αρμόζων, [[πρέπων]], [[κατάλληλος]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πιθανός]], ενδεχόμενος, [[εἰκός]] ἐστι αντί <i>ἔοικε</i>, σε Σοφ.· επίσης ὡς [[εἰκός]], Ιων. ὡς [[οἰκός]], αντί <i>ὡς ἔοικε</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔοικα:''' атт. [[εἶκα]], ион. [[οἶκα]] [pf. к неупотреб. *[[εἴκω]] (part. [[ἐοικώς]] - атт. [[εἰκώς]] в знач. praes.; ppf. [[ἐῴκειν]] - атт. ᾔκειν в знач. impf.)<br /><b class="num">1)</b> быть сходным, быть похожим, походить (τινί Hom., Trag., Plat., Arst.): τινὶ [[εἶδος]] ἔ. Hom. чертами (лицом) быть похожим на кого-л.; ἔοικε τοῦτ᾽ ἀτόπῳ Plat. это похоже на бессмыслицу;<br /><b class="num">2)</b> иметь вид, казаться: ἐοίκατε ἡδόμενοι (v. l. ἡδομένοις) Xen. вы, кажется, довольны; impers. (ὡς) ἔοικε Xen., Plat., Arst. (как) кажется, повидимому; ὡς ἔοικας Soph. как видно по тебе; [[ἔοικα]] θρηνεῖν [[μάτην]] Aesch. я, видно, плачу напрасно; [[ἔοικα]] πράξειν [[οὐδέν]] Eur. я, вероятно, ничего не добьюсь;<br /><b class="num">3)</b> быть к лицу, приличествовать, подобать: οὔ σε ἔοικε δειδίσσεσθαι Hom. не пристало тебе робеть; ὥς σε ἔοικεν Hom. как тебе (и) подобает; οὐδὲν ἔοικεν Hom. etc. не годится (это); οὐδενὶ καλῷ ἔοικε Xen. (это) не пристало ни одному порядочному человеку; см. тж. [[ἐοικώς]];<br /><b class="num">4)</b> pass. быть похожим, походить Hom. | |||
}} | }} |