ἐπίχολος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχολος:''' -ον ([[χολή]]), Ενεργ., αυτός που παράγει [[χολή]], [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπίχολος:''' -ον ([[χολή]]), Ενεργ., αυτός που παράγει [[χολή]], [[ποίη]] ἐπιχολωτάτη, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίχολος:''' <b class="num">1)</b> досл. желчный, перен. полный желчи, раздражительный (ταῖς ὀργαῖς ἐ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> увеличивающий количество желчи, желчегонный ([[ποίη]] Her.).
}}
}}