εὔκολλος: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκολλος:''' -ον ([[κόλλα]]), αυτός που κολλάει [[καλά]], [[κολλητικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔκολλος:''' -ον ([[κόλλα]]), αυτός που κολλάει [[καλά]], [[κολλητικός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκολλος:''' очень клейкий, липкий (δρυὸς [[ἰκμάς]] Anth.).
}}
}}