ζάω: Difference between revisions

2,835 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζάω:''' <i>ζῇς</i>, <i>ζῇ</i>, <i>ζῆτε</i>, προστ. <i>ζῆ</i>, απαρ. [[ζῆν]] (τα <i>αει</i> και <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i>)· ευκτ. [[ζῴην]], παρατ. [[ἔζων]], μέλ. <i>ζήσω</i> ή [[ζήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἔζησα]]· Επικ. και Ιων. ενεστ. [[ζώω]], Επικ. απαρ. [[ζωέμεναι]], <i>-[[έμεν]]</i>, Επικ. παρατ. <i>ἔζωον</i>, Ιων. [[ζώεσκον]], αόρ. αʹ <i>ἔζωσα</i>· μεταγεν., απαντάται τύπο ενεστ. <i>ζόω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐλέγχιστε ζωόντων</i>, αχρειότατε εσύ [[ανάμεσα]] στους ανθρώπους που βρίσκονται στη [[ζωή]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ζώειν]] καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ῥεῖα]] ζώοντες, αυτοί που ζουν σε [[κατάσταση]] ευδαιμονίας, λέγεται για τους θεούς, στο ίδ.· [[ζῶν]] κατακαυθῆναι, καίγομαι [[ζωντανός]] (ως [[μέσο]] θανάτωσης), σε Ηρόδ.· επίσης, [[ζῆν]] ἀπό τινος, ζω με ή από [[κάτι]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ [[ζῆν]] = [[ζωή]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· με μτβ. [[σημασία]], ἐκ [[τῶν]] ἄλλων ὧν ἔζης (= <i>ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες</i>), από τις άλλες πράξεις της ζωής [[σου]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., βρίσκομαι σε πλήρη [[δύναμη]] και [[ακμή]], είμαι [[ισχυρός]] και [[σθεναρός]]· <i>ἄτης θύελλαι ζῶσι</i>, σε Αισχύλ.· ἀεὶ ζῇ [[ταῦτα]] ([[νόμιμα]]), σε Σοφ.· ζῶσα [[φλόξ]], ζωντανή [[φωτιά]], δηλ. [[φωτιά]] που καίει με [[δύναμη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ζάω:''' <i>ζῇς</i>, <i>ζῇ</i>, <i>ζῆτε</i>, προστ. <i>ζῆ</i>, απαρ. [[ζῆν]] (τα <i>αει</i> και <i>αε</i> συναιρούνται σε <i>η</i>)· ευκτ. [[ζῴην]], παρατ. [[ἔζων]], μέλ. <i>ζήσω</i> ή [[ζήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἔζησα]]· Επικ. και Ιων. ενεστ. [[ζώω]], Επικ. απαρ. [[ζωέμεναι]], <i>-[[έμεν]]</i>, Επικ. παρατ. <i>ἔζωον</i>, Ιων. [[ζώεσκον]], αόρ. αʹ <i>ἔζωσα</i>· μεταγεν., απαντάται τύπο ενεστ. <i>ζόω</i>,<br /><b class="num">I.</b> ζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐλέγχιστε ζωόντων</i>, αχρειότατε εσύ [[ανάμεσα]] στους ανθρώπους που βρίσκονται στη [[ζωή]], σε Ομήρ. Οδ.· [[ζώειν]] καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ῥεῖα]] ζώοντες, αυτοί που ζουν σε [[κατάσταση]] ευδαιμονίας, λέγεται για τους θεούς, στο ίδ.· [[ζῶν]] κατακαυθῆναι, καίγομαι [[ζωντανός]] (ως [[μέσο]] θανάτωσης), σε Ηρόδ.· επίσης, [[ζῆν]] ἀπό τινος, ζω με ή από [[κάτι]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ [[ζῆν]] = [[ζωή]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· με μτβ. [[σημασία]], ἐκ [[τῶν]] ἄλλων ὧν ἔζης (= <i>ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες</i>), από τις άλλες πράξεις της ζωής [[σου]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., βρίσκομαι σε πλήρη [[δύναμη]] και [[ακμή]], είμαι [[ισχυρός]] και [[σθεναρός]]· <i>ἄτης θύελλαι ζῶσι</i>, σε Αισχύλ.· ἀεὶ ζῇ [[ταῦτα]] ([[νόμιμα]]), σε Σοφ.· ζῶσα [[φλόξ]], ζωντανή [[φωτιά]], δηλ. [[φωτιά]] που καίει με [[δύναμη]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ζάω:''' (fut. ζήσω и [[ζήσομαι]], aor. [[ἔζησα]], pf. [[ἔζηκα]], ppf. ἐζήκειν; opt. [[ζῴην]]; в атт. aor., pf. и ppf. обычно заменяются соотв. формами к [[βιόω]])<br /><b class="num">1)</b> жить, быть в живых (ἔτεα ὀλίγα Her.): [[ἄλλοτε]] μὲν ζώουσιν ἑτερήμεροι, [[ἄλλοτε]] δὲ [[τεθνᾶσι]] Hom. (в подземном царстве Кастор и Полидевк) один день живы, другой - мертвы, т. е. попеременно оживают и умирают; οἱ ζῶντες Hom., NT живущие, живые; [[πᾶν]] τὸ [[ζῶν]] Plat. все живое; [[ἐμεῦ]] ζῶντος Hom. покуда я жив; τὸ [[ζῆν]] Plat., Arst. = [[ζωή]]; τοῦ εἶναί τὲ καὶ [[ζῆν]] [[ἕνεκα]] Plat. для того, чтобы существовать и жить; ζῶντα κατακαυθῆναι Her. быть заживо сожженным; εἰς τὸ ζ. [[ἰέναι]] Plat. являться на свет, рождаться;<br /><b class="num">2)</b> жить, проводить жизнь (εὖ Hom.; ἀβλαβεῖ βίῳ Soph.; ἐπιπονώτατα Xen.; ἐν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιεικέσιν Arst.): ζ. πρός τινα (πρός τι) Arst. и ζ. τινι Plut. жить для кого(чего)-л.;<br /><b class="num">3)</b> жить, получать пропитание, питаться (ἀπὸ κτηνέων καὶ ἰχθύων Her.; καρποῖς Dem.; ἔκ τινος Arph., Xen., Dem.): ζ. βίον μοχθηρόν Soph. вести жалкую жизнь; ἔχουσι ἐργαζόμενοι ζ. Arst. им приходится жить своим трудом; οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ [[ἄνθρωπος]] погов. NT не единым хлебом будет жив человек;<br /><b class="num">4)</b> быть в разгаре или в движении: ζῶσα [[φλόξ]] Eur. живое (яркое) пламя; [[ὕδωρ]] [[ζῶν]] NT живая (проточная), перен. животворящая вода; [[γεωργία]] ζῶσα Arst. кочевое земледелие;<br /><b class="num">5)</b> быть в силе, быть действительным ([[ἀεί]] ποτε ζῇ [[ταῦτα]], sc. [[νόμιμα]] Soph.): ἄτης θύελλαι ζῶσι Aesch. бури бедствия (еще) не утихли; αἱ ξυμφοραὶ [[ζῶσαι]] [[μάλιστα]] τῶν βουλευμάτων Soph. весьма живые, т. е. благотворные последствия указаний (Эдипа).
}}
}}