ἕωλος: Difference between revisions

1,089 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕωλος:''' -ον (πιθ. από τα [[ἕως]], [[ἠώς]]), αυτός που είναι μιας ημέρας [[παλιός]], αυτός που παραμένει [[μέχρι]] [[αύριο]], [[χθεσινός]], [[μπαγιάτικος]], σε Κωμ.· [[ἕωλος]] [[θρυαλλίς]], αποδυναμωμένη [[λάμπα]], έτοιμη να σβήσει ([[αφού]] έχει φυσηχθεί), σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ενέργειες και καταστάσεις, [[παλιός]], απαρχαιωμένος, σκουριασμένος, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έρχεται μια [[μέρα]] πιο [[αργά]], [[βραδύς]], [[άτολμος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἕωλος:''' -ον (πιθ. από τα [[ἕως]], [[ἠώς]]), αυτός που είναι μιας ημέρας [[παλιός]], αυτός που παραμένει [[μέχρι]] [[αύριο]], [[χθεσινός]], [[μπαγιάτικος]], σε Κωμ.· [[ἕωλος]] [[θρυαλλίς]], αποδυναμωμένη [[λάμπα]], έτοιμη να σβήσει ([[αφού]] έχει φυσηχθεί), σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ενέργειες και καταστάσεις, [[παλιός]], απαρχαιωμένος, σκουριασμένος, σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έρχεται μια [[μέρα]] πιο [[αργά]], [[βραδύς]], [[άτολμος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕωλος:''' 2 [[ἕως]]<br /><b class="num">1)</b> (о кушаньях) вчерашний, т. е. несвежий, черствый (ἄρτοι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перестоявшийся, загнивающий (τὸ [[λιμναῖον]] [[ὕδωρ]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> обнаруживающий признаки разложения ([[νεκρός]] Luc.);<br /><b class="num">4)</b> чадящий, зловонный ([[θρυαλλίς]] Luc.);<br /><b class="num">5)</b> увядающий, блеклый ([[στέφανος]] Plut.; [[μύρτον]] Anth.);<br /><b class="num">6)</b> устаревший, несовременный, стародавний (ἀδικήματα Dem.; σοφισμάτια Luc.; ῥαψῳδίαι, πράγματα Plut.);<br /><b class="num">7)</b> (о человеке) сильно запоздавший Plut.;<br /><b class="num">8)</b> страдающий похмельем (со вчерашней попойки) (ἕ. καὶ τεταραγμένος Plut.).
}}
}}