εὐώδης: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐώδης:''' -ες ([[ὄδωδα]]), αυτός που έχει γλυκιά [[μυρωδιά]], ευωδιαστός, [[αρωματικός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>εὐωδέστατος</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εὐώδης:''' -ες ([[ὄδωδα]]), αυτός που έχει γλυκιά [[μυρωδιά]], ευωδιαστός, [[αρωματικός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>εὐωδέστατος</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐώδης:''' [[ὄζω]] благовонный, благоуханный, душистый ([[θάλαμος]], [[κυπάρισσος]] Hom.; [[ἄνθος]] Pind.; ἐλαίας [[καρπός]] Aesch.; κῆποι Arph.; [[λήδανον]] Her.; [[τόπος]] Plat.; [[ὀσμή]] Arst.; φυτά, ἀρώματα Plut.).
}}
}}