ἠερέθομαι: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠερέθομαι:''' Επικ. αντί <i>ἀείρομαι</i>, Παθ., βρίσκεται μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. <i>ἠερέθονται</i>, <i>-οντο</i>· [[κρέμομαι]], [[αιωρούμαι]], είμαι [[μετέωρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφορ., ὁπλοτέρων [[ἀνδρῶν]] [[φρένες]] ἠερέθονται, τα μυαλά των [[νέων]] αλλάζουν όπως το [[φύσημα]] του ανέμου, λέγεται για τον άστατο, ευμετάβλητο χαρακτήρα των [[νέων]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἠερέθομαι:''' Επικ. αντί <i>ἀείρομαι</i>, Παθ., βρίσκεται μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. <i>ἠερέθονται</i>, <i>-οντο</i>· [[κρέμομαι]], [[αιωρούμαι]], είμαι [[μετέωρος]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφορ., ὁπλοτέρων [[ἀνδρῶν]] [[φρένες]] ἠερέθονται, τα μυαλά των [[νέων]] αλλάζουν όπως το [[φύσημα]] του ανέμου, λέγεται για τον άστατο, ευμετάβλητο χαρακτήρα των [[νέων]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠερέθομαι:''' (только 3 л. pl. praes. и impf.) развеваться, колыхаться: τῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν θύσανοι ἠερέθονται Hom. развеваются сто кистей эгиды (Афины); ἀκρίδες ἠερέθονται Hom. летит (= несется) саранча; αἰεὶ ὁπλοτέρων ἀνορῶν φρένες ἠερέθονται Hom. настроения молодых людей находятся в вечном движении, т. е. весьма непостоянны.
}}
}}