3,274,313
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεροβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[κέρας]], [[βαίνω]]), αυτός που έχει πόδια από κέρατα, με οπλές στα πόδια, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κεροβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[κέρας]], [[βαίνω]]), αυτός που έχει πόδια από κέρατα, με οπλές στα πόδια, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεροβάτης:''' ου adj. m шествующий на копытах, т. е. козлоногий ([[Πάν]] Arph.). | |||
}} | }} |