λιθιάω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐθιάω:''' ή λῐθάω, μόνο σε ενεστ., [[πάσχω]] από [[λιθίαση]], [[υποφέρω]] από αρθριτικά, σε Πλάτ.
|lsmtext='''λῐθιάω:''' ή λῐθάω, μόνο σε ενεστ., [[πάσχω]] από [[λιθίαση]], [[υποφέρω]] από αρθριτικά, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐθιάω:''' страдать каменной болезнью Plat., Arst.
}}
}}